- λυρωνία
- λυρωνία, ἡ (Α)αγορά λύρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -ωνία (< ὤνιος < ὠνέομαι «αγοράζω), πρβλ. ιερ-ωνία, ισ-ωνία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυρωνίαν — λυρωνίᾱν , λυρωνία buying of lyres fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek